- παραλογίζομαι
- παραλογίζομαι βλ. πίν. 34
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραλογίζομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… … Dictionary of Greek
παραλογίζομαι — παραλογίστηκα, παραλογισμένος, λέω ή κάνω κάτι αντίθετο στη λογική, ανοηταίνω: Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου, παραλογίζεσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογίζεσθε — παραλογίζομαι pres imperat mp 2nd pl παραλογίζομαι pres ind mp 2nd pl παραλογίζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελογισμένων — παραλογίζομαι perf part mp fem gen pl παραλογίζομαι perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελογίσμεθα — παραλογίζομαι perf ind mp 1st pl παραλογίζομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζομένων — παραλογίζομαι pres part mp fem gen pl παραλογίζομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζόμεθα — παραλογίζομαι pres ind mp 1st pl παραλογίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζόμενον — παραλογίζομαι pres part mp masc acc sg παραλογίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισαμένων — παραλογίζομαι aor part mp fem gen pl παραλογίζομαι aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)